συγκηδεστης

συγκηδεστης
    συγκηδεστής
    συγ-κηδεστής
    -οῦ ὅ
    1) свояк Diod.
    2) зять Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συγκηδεστης" в других словарях:

  • συγκηδεστής — brother in law masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκηδεστής — ὁ, Α 1. συγγενής εξ επιγαμίας, ο άνδρας τής αδελφής τής συζύγου κάποιου 2. συγγενής εξ αγχιστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κηδεστής «συγγενής εξ αγχιστείας»] …   Dictionary of Greek

  • συγκηδεσταί — συγκηδεστής brother in law masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκηδεστοῦ — συγκηδεστής brother in law masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκηδεστῇ — συγκηδεστής brother in law masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκηδεστήν — συγκηδεστής brother in law masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԽՆԱՄԻ — (մւոյ, մեաց.) NBH 1 0950 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 13c ա.գ. κηδεστής, συγκηδεστής, συγγενής affinis. որ եւ ՆԱՄՈՒԿԻ. Ազգակցեալն ընդ հեռաւորս՝ տալով զդուստր իւր օտարի, կամ առնելով դորդւոյ իւրում զօտարի զդուստր: Կանոն.: (Ի Հին բռ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»